- συναναζέω
- Α1. (μτβ.) βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο2. (αμτβ.) βράζω μαζί με κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀναζέω «βράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο … Dictionary of Greek